- χριστομαθής
- -ές, ΜΑγνώστης τής διδασκαλίας τού Χριστού.[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + -μαθής (< μάθος, τὸ «γνώση, μάθηση» < μανθάνω), πρβλ. νομο-μαθής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χριστομάθεια — και χριστομαθία, ἡ, Μ [χριστομαθής] εκκλ. η γνώση τής χριστιανικής διδασκαλίας … Dictionary of Greek